ευφημητικός

ευφημητικός
-ή, -ό (Μ εὐφημητικός, -ή, -όν) [ευφημώ]
αυτός που λέγεται για ευφημία, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός («ἀντίφρασις εὐφημητική», Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐφημητική — εὐφημητικός of happy significance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφημητήριος — εὐφημητήριος, ον (Μ) αυτός που επιφέρει επευφημίες, που λέγεται ως επευφημία, ο ευφημητικός, ο εξυμνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ φημώ + κατάλ. τήριος (πρβλ. νικη τήριος, υμνη τήριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”